σούρβο

σούρβο
το, Ν
1. ο καρπός τής σουρβιάς
2. κλαδί σουρβιάς
3. στον πληθ. τα σούρβα
(στη Βόρεια Ελλάδα) τα κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόρβος, με κώφωση τού –ο σε -ου- (βλ. λ. σόρβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σούρβο — το 1. είδος οπωρικού. 2. πληθ. σούρβα, τα η νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουρβιά — Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με… …   Dictionary of Greek

  • σούρβουλο — το, Ν είδος οπωρικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρβο + μούσπουλο «μούσμουλο» με συμφυρμό] …   Dictionary of Greek

  • σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… …   Dictionary of Greek

  • σούρβουλο — το σούρβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”